λίκνο

From LSJ
Revision as of 09:35, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

το (Α λίκνον και λεῖκνον)
κούνια μωρού, κλίνη, αιώρα για βρέφος
νεοελλ.
1. τόπος προέλευσης, γενέτειρα, κοιτίδα («η Ελλάδα είναι το λίκνο του πολιτισμού»)
2. φρ. «από του λίκνου» — από κούνια, από τη βρεφική ηλικία
αρχ.
ευρύ κάνιστρο στο οποίο τοποθετούσαν το σιτάρι και το τίναζαν ψηλά προς τον άνεμο με σκοπό να αποχωριστούν οι κόκκοι από τα άχυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λικμώ].