λιτρόμηλον
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
English (LSJ)
τό,
A an apple weighing a λίτρα, Tz.H.9.347.
Greek Monolingual
λιτρόμηλον, τὸ (Μ)
μήλο που ζυγίζει μία λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα (ἡ) + μῆλον.