λοιπαδάριον
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
τό, Dim. of λοιπάς, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λοιπαδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λοιπάς, Εὐστ. Πονημάτ. 358. 5, Σουΐδ.
Greek Monolingual
λοιπαδάριον, τὸ (AM)
υποκορ. του λοιπάς.
German (Pape)
τό, dim. von λοιπάς, Sp.