λογοδιάρροια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A flux of words, ib.22e, 4.159e.
Greek Monolingual
η (Α λογοδιάρροια)
ακατάσχετη φλυαρία («ἕως ἂν τῆς λογοδιαρροίας ἀπαλλαγῶμεν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + διάρροια (< διά + -ρροια < ῥέω)].
Full diacritics: λογοδιάρροια | Medium diacritics: λογοδιάρροια | Low diacritics: λογοδιάρροια | Capitals: ΛΟΓΟΔΙΑΡΡΟΙΑ |
Transliteration A: logodiárroia | Transliteration B: logodiarroia | Transliteration C: logodiarroia | Beta Code: logodia/rroia |
ἡ,
A flux of words, ib.22e, 4.159e.
η (Α λογοδιάρροια)
ακατάσχετη φλυαρία («ἕως ἂν τῆς λογοδιαρροίας ἀπαλλαγῶμεν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + διάρροια (< διά + -ρροια < ῥέω)].