μελίζωμον
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
μελίζωμον: τό, ζωμὸς μετὰ μέλιτος, Apicius 1, 2, § 2.
μελίζωμον, τὸ (Α)
ζωμός με μέλι, σιρόπι από μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωμός (πρβλ. εύ-ζωμον)].