μελισσόπουλο
From LSJ
Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft
το
νεαρή μέλισσα («περνά περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + υποκορ. κατάλ. -πουλο (πρβλ. βασιλό-πουλο)].