Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
τονεαρή μέλισσα («περνά περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + υποκορ. κατάλ. -πουλο (πρβλ. βασιλόπουλο)].