μελισσόπουλο

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

το
νεαρή μέλισσα («περνά περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + υποκορ. κατάλ. -πουλο (πρβλ. βασιλόπουλο)].