μεσόνεως

From LSJ
Revision as of 13:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source

Greek Monolingual

μεσόνεως, -ων (Α)
(για κουπιά) αυτό που βρίσκεται στο μέσο του πλοίου («ὥσπερ κώπη μεσόνεως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ναῦς, νεώς (πρβλ. λιπό-νεως, περί-νεως)].

Russian (Dvoretsky)

μεσόνεως: находящийся в середине корабля, т. е. средний (κώπη Arst. - v. l. к μέσον νεώς).