μεστώνω

From LSJ
Revision as of 12:40, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

(ΑM μεστῶ, -όω) μεστός
γεμίζω κάτι εντελώς («πρὶν ὀργῆς καὶ με μεστῶσαι», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (για καρπούς) κάνω κάτι μεστό, εύσαρκο ή χυμώδες, το κάνω να ωριμάσει, το σχηματίζω πλήρως («ο ήλιος μέστωσε τα στάχια»)
2. (για καρπούς) ωριμάζω, γίνομαι, ψήνομαι, δένω («τα αχλάδια μέστωσαν»)
3. (για πρόσωπα) σχηματίζομαι, διαπλάσσομαι πλήρως σωματικά («μεστωμένο παλικάρι»)
4. μτφ. φθάνω σε ωριμότητα, αναπτύσσομαι πνευματικά («ευτυχώς, το μυαλό του μέστωσε επιτέλους»)
μσν.
παθ. μεστοῦμαι, -όομαι
καλύπτομαι
αρχ.
παθ. γεμίζω με κάτι, χορταίνω.