ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Μίκυθος, -ύθη, -ον (Α)(υποκ. του μικκός, ως κύρ. όν.) πολύ μικρός, μικρούλης.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μικ(κ)ός/μικ-ρός + επίθημα -υθος].