Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ο, θηλ. Μόρα (Μ Μόρος)
Άραβας και, γενικά, Βορειοαφρικανός ή Ισπανός αραβικής καταγωγής, Μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Μoro].
Μόρος: ὁ Мор (сын Ночи) Hes.