Μόρος

From LSJ
Revision as of 00:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

ο, θηλ. ΜόραΜόρος)
Άραβας και, γενικά, Βορειοαφρικανός ή Ισπανός αραβικής καταγωγής, Μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Μoro].

Russian (Dvoretsky)

Μόρος: ὁ Мор (сын Ночи) Hes.