μουνογενής

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνογενής Medium diacritics: μουνογενής Low diacritics: μουνογενής Capitals: ΜΟΥΝΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: mounogenḗs Transliteration B: mounogenēs Transliteration C: mounogenis Beta Code: mounogenh/s

English (LSJ)

μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-.

Greek (Liddell-Scott)

μουνογενής: -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονογενής.

Greek Monolingual

μουνογενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. μονογενής.

Greek Monotonic

μουνογενής: -γονος, -λιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, Ιων. αντί μον-.