νυγματικός

From LSJ
Revision as of 22:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυγμᾰτικός Medium diacritics: νυγματικός Low diacritics: νυγματικός Capitals: ΝΥΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nygmatikós Transliteration B: nygmatikos Transliteration C: nygmatikos Beta Code: nugmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suitable for νύγματα 1.2, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650.

Greek Monolingual

νυγματικός, -ή, -όν (Α) νύγμα
ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων.