ξενοχαρής

From LSJ
Revision as of 10:28, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach

Menander, Monostichoi, 553

Greek Monolingual

ξενοχαρής, -ές (Α)
1. αυτός που χαίρεται για παράξενα πράγματα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξενοχαρές
χαρά για αλλόκοτα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -χαρής (< χαίρω / χαίρομαι), πρβλ. ηδυχαρής].