ξυλοπομπός
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοπομπός: ὁ, ὁ πέμπων ξύλα, Μ. Φιλῆς τόμ. Α΄, σ. 252, ἔκδ. Mil.
Greek Monolingual
ξυλοπομπός, ὁ (Μ)
αυτός που στέλνει ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πομπός (< πέμπω), πρβλ. σιτοπομπός.