Νύσιος

From LSJ
Revision as of 00:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Nysa.
Étymologie: v. Νυσήϊος.

Greek Monolingual

Νύσιος, -ία, -ον (Α) Νύσα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νύσα, πόλη ή τόπο αφιερωμένο στον Διόνυσο
2. (το αρσ. ως προσηγορικό) νύσιος
το φυτό κισσός
3. φρ. «Νυσίαι νύμφαι» — οι Νυσηίδες.

Russian (Dvoretsky)

Νύσιος: (ῠ) HH, Soph. = Νυσαῖος I.