νοοποιός

From LSJ
Revision as of 22:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοοποιός Medium diacritics: νοοποιός Low diacritics: νοοποιός Capitals: ΝΟΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: noopoiós Transliteration B: noopoios Transliteration C: noopoios Beta Code: noopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A creating Intelligence, δύναμις Plot.6.8.18, cf. Procl.in Ti.1.311 D., in Prm.p.543 S., Dam.Pr.90.

Greek (Liddell-Scott)

νοοποιός: -όν, ὁ ποιῶν νοῦν, παρέχων νοῦν, δύναμις Πλωτῖνος 753C.

Greek Monolingual

νοοποιός, -όν (Α)
αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῡ», Πλωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -ποιός].