μυροδόχος
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
μῠροδόχος: -ον, ὁ δεχόμενος ἢ περιέχων μύρον, Ψευδο-Ἀθαν. IV, 908A.
μυροδόχος, -ον (ΑΜ)
(για λάρνακα αγίων) αυτός στον οποίο περιέχεται μύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. τεφροδόχος].