νεφεληγερέτης
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. νεφεληγερέτα.
Greek Monolingual
νεφεληγερέτης, ὁ (Α)
βλ. νεφεληγερέτα.
Russian (Dvoretsky)
νεφεληγερέτης: эп. νεφεληγερέτα ὁ ἀγείρω (только nom. voc. и gen. νεφεληγερέτᾱο) тучесобиратель (эпитет Зевса) Hom., Emped. ap. Plut., Luc.