νεφεληγερέτα
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
Ep. for νεφεληγερέτης, ὁ, (ἀγείρω) used by Hom. only in nom. and in gen. νεφεληγερέταο, cloud-gatherer, of Zeus, Il.1.511, al.; acc., ἀέρα νεφεληγερέτην Emp.149.
French (Bailly abrégé)
nom.-voc. νεφεληγερέτα, et gén. νεφεληγερέταo (ὁ) :
assembleur de nuages.
Étymologie: νεφέλη, ἀγείρω.
German (Pape)
ὁ, für νεφεληγερέτης (ἀγείρω), der Wolkenversammler, stets Beiname des Zeus, der die Wolken zusammenführt, Gewitter und Regen sendet, oft bei Hom., der außer dem nom. nur den gen. νεφεληγερέταο braucht; nachgeahmt von Luc. Tim. 1. – Empedocl. nach Plut. Symp. 5.8.2 nannte auch ἀέρα, die Luft, oder den Nebel so.
Russian (Dvoretsky)
νεφεληγερέτα: ὁ эп. = νεφεληγερέτης.
Greek (Liddell-Scott)
νεφεληγερέτα: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ -της, ὁ, (ἀγείρω) ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ ὀνομαστ. καὶ ἐν τῇ γεν. νεφεληγερέταο, ὁ ἀθροίζων τὰς νεφέλας, ἐπὶ τοῦ Διός· αἰτ. ἀέρα νεφεληγερέτην Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 683Ε. [ᾰ, ὡς ἐν τοῖς εὐρύοπᾰ, ἱππότᾰ, κτλ., πλὴν ὅταν ἐκ τῆς θέσεως μηκύνεται, ὡς νεφεληγερέτα Ζεύς.]
English (Autenrieth)
(ἀγείρω), nom. for -της: cloud-gathering, the cloud-compeller, Zeus.
Greek Monolingual
νεφεληγερέτα και σπάν. νεφεληγερέτης, ὁ (Α)
1. (σχετικά με τον Δία) αυτός που συναθροίζει τις νεφέλες, τα σύννεφα («τὴν δ' οὔ τι προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς», Ομ. Ιλ.)
2. (για τον αέρα) αυτός που συγκεντρώνει τα νέφη («ἀέρα νεφεληγερέτην», Εμπεδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νεφεληγερέτης < νεφέλη + ἀγείρω «συγκεντρώνω» (πρβλ. κεφαληγερέτης). Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει. Ο τ. νεφεληγερέτα είναι επικός (πρβλ. ιππότα, μητίετα) και μπορεί να ερμηνευθεί ως άσιγμη παλαιά ονομαστική. Είναι όμως πιο πιθανό ότι πρόκειται για κλητική που χρησιμοποιήθηκε ως ονομαστική. Οι τ. ονομαστικής σε -ă- απαντούν γενικά στον Όμηρο ως επίθετα θεών ή ηρώων].
Greek Monotonic
νεφεληγερέτᾰ: ὁ (ἀγείρω), Επικ. αντί -της, μόνο στην ονομ. και την Επικ. γεν. νεφεληγερέταο, αυτός που συγκεντρώνει, που καθοδηγεί τα σύννεφα, λέγεται για τον Δία, σε Όμηρ.
Middle Liddell
νεφελ-ηγερέτᾰ, επιξ φορ -της, ου, ὁ, ἀγείρω only in nom. and in epic gen. νεφεληγερέταο]
cloud-gatherer, cloud-compeller, of Zeus, Hom.