νοοβλαβής

From LSJ
Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek (Liddell-Scott)

νοοβλᾰβής: -ές, ὁ βεβλαμμένος τὸν νοῦν, παράφρων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 12. 40.

Greek Monolingual

νοοβλαβής, -ές (Α)
αυτός που έχει υποστεί βλάβη στο μυαλό, φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. φρενο-βλαβής, ψυχο-βλαβής].

German (Pape)

ές, am Verstande beschädigt, verrückt, Nonn.