ορκοδοτώ
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
-έω
δίνω ένορκη διαβεβαίωση, ιδίως ενώπιον δικαστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + -δοτώ (< -δότης < δίδωμι), πρβλ. χρησμοδοτώ].