ψάμαθος

From LSJ
Revision as of 19:48, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰμᾰθος Medium diacritics: ψάμαθος Low diacritics: ψάμαθος Capitals: ΨΑΜΑΘΟΣ
Transliteration A: psámathos Transliteration B: psamathos Transliteration C: psamathos Beta Code: ya/maqos

English (LSJ)

ἡ (poet., also in a Homeric paraphrase, Plu.2.393e),

   A sand of the sea-shore, ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν... ὡς ὅτε τις ψάμαθον πάϊς ἄγχι θαλάσσης . . συνέχευε Il.15.362; ψαμάθῳ εἰλυμένα πολλῇ Od. 14.136; ἀμφὶ χλωρὰν ψ. S.Aj.1064; παρακτία ψ. E.IA165 (lyr.), cf. 1054 (lyr.); παρὰ ψ. καὶ θῖν' ἁλός Ar.V.1520 (lyr.): freq. in pl., νῆα . . ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις Il.1.486; ἐπὶ ψαμάθοις ἁλίῃσι Od.3.38, cf. 4.438; of river-sand, Il.21.202, 319.    2 prov. of a countless multitude, ὅσα ψ. τε κόνις τε ib.9.385: pl., grains of sand, φύλλοισιν ἐοικότες ἢ ψαμάθοισιν 2.800; ὁπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονται Pi.P.9.47. (Perh. formed by combining ψάμμος and ἄμαθος; similarly ἄμμος (ἅμμος) by combining ἄμαθος and ψάμμος; ἄμαθος is cogn. with Engl. sand.)

German (Pape)

[Seite 1391] ἡ, der Sand, bei Homer niemals vom Sande des Landes, sondern immer von dem durch Gewässer benetzten; meistens vom Sande am Meeresufer, z. B. Iliad. 1, 486, ἐπὶ ψαμάθοις ἁλίῃσιν Odyss. 3, 38, ἐν ψαμάθοισι ἁλίῃσιν Odyss. 4, 438; vom Flußsande Iliad. 21, 202 und 319. Der Sand des Landes heißt bei Homer ἄμαθος und κόνις und κονία. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 123. – Ψάμαθοι κλονέονται ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς Pind. P. 9, 48; χλωρά Soph. Ai. 1043; παρακτία Eur. I. A. 165; παρὰ ψάμαθον καὶ θῖν' ἁλός Ar. Vesp. 1520. – Uebh. Staub, ὀλίγῃ θῆκαν ὑπὸ ψαμάθῳ Hegesipp. 4 (VII, 276); νεκύων Gaetul. 9 (IX, 409). – Als Bezeichnung der unendlichen Menge, des Unzählbaren, ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε Il. 9, 385, φύλλοισιν ἐοικότες ἢ ψαμάθοισιν 2, 800; vgl. Pind. a. a. O.