ξενοκρατούμαι

From LSJ
Revision as of 12:45, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)

Source

Greek Monolingual

(Α ξενοκρατοῦμαι, -έομαι)
νεοελλ.
(για χώρα ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους
αρχ.
βρίσκομαι υπό την κατοχή μισθοφορικών στρατευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κρατοῦμαι (< κράτος), πρβλ. λαο-κρατούμαι].