ξενοκρατούμαι

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

(Α ξενοκρατοῦμαι, -έομαι)
νεοελλ.
(για χώρα ή λαό) κυριαρχούμαι από ξένους
αρχ.
βρίσκομαι υπό την κατοχή μισθοφορικών στρατευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κρατοῦμαι (< κράτος), πρβλ. λαοκρατούμαι].