Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξυρώ

From LSJ
Revision as of 20:20, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

ξυρῶ, -έω και -άω (Α) ξυρόν
1. αφαιρώ τις τρίχες με ξυράφι, ξυρίζω (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», Πλούτ.
β. «σὺ δ' εὐπρόσωπος, λευκὸς ἐξυρημένος», Αριστοφ.)
2. μέσ. ξυρῶμαι, -άομαι
ξυρίζω τον εαυτό μου, ξυρίζομαι
3. παροιμ. α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν χρῷ»
(για επικίνδυνα πράγματα ή για οξύ πόνο) αγγίζει πολύ βαθιά (Σοφ.)
β) «ξυρεῖν ἐπιχειρεῑς λέοντα» — λεγόταν για πολύ επικίνδυνη επιχείρηση.