ὀδοντόγλυφον
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
German (Pape)
[Seite 293] τό, = Vorigem (?).
Greek Monolingual
ὀδοντόγλυφον, τὸ (Α)
η οδοντογλυφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -γλυφον (< γλύφω «σκαλίζω»), πρβλ. ωτόγλυφον].