οδοντογλυφίδα

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220

Greek Monolingual

η (Α ὀδοντογλυφίς)
επίμηκες λεπτό και αιχμηρό στέλεχος, συν. ξύλινο, για τον καθαρισμό τών δοντιών από τα υπολείμματα τών τροφών
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) πολύ λεπτός σαν ξυλαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + γλυφίς, -ίδος (πρβλ. ωτογλυφίς)].