Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
οἰκόθετος, -ον (Α)
εγγενής («οἰκόθετος δύναμις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. αστρόθετος, σημόθετος].