οκτάδραχμος

From LSJ
Revision as of 14:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Greek Monolingual

ὀκτάδραχμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βάρος ίσο με οκτώ δραχμές ή αυτός που αξίζει οκτώ δραχμές
2. αυτός που έχει το προνόμιο να πληρώνει μόνο οκτώ δραχμές ως κεφαλικό φόρο
3. το θηλ. ως ουσ.ὀκτάδραχμος
φόρος οκτώ δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. επτά-δραχμος].