οκτάδραχμος
Greek Monolingual
ὀκτάδραχμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βάρος ίσο με οκτώ δραχμές ή αυτός που αξίζει οκτώ δραχμές
2. αυτός που έχει το προνόμιο να πληρώνει μόνο οκτώ δραχμές ως κεφαλικό φόρο
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀκτάδραχμος
φόρος οκτώ δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. επτά-δραχμος].