ολιγαρκής
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
-ές (Α ὀλιγαρκής, -ές)
αυτός που αρκείται στα λίγα, που ικανοποιείται με τα λίγα και δεν επιζητεί τα πολλά, λιτός («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια», Παπαδ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγαρκές
η ολιγάρκεια.
επίρρ...
ὀλιγαρκῶς (Α)
με ολιγάρκεια, με λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -αρκής (< ἀρκῶ), πρβλ. πολυαρκής).