Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ομήθης
Revision as of 08:19, 8 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
ὁμήθης, -ες (Α) 1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον άλλο 2. (για τόπο) ο συνήθης. [ΕΤΥΜΟΛ.<ομ(ο)- +ἦθος (πρβλ.ευήθης, κακοήθης)].