ομοιότεχνος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Greek Monolingual
ομοιότεχνος, -ον (Α)
αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με έναν άλλο, ομότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. πολύτεχνος].