τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
ὁμόρησις και ὁμορόησις, ὁμορρόησις και, δ. γρφ., ὁμόρωσις και αττ. τ. ὁμήρησις και ιων. τ. ὁμούρησις (Α) ομορέω1. γειτνίαση, γειτονία2. αστρολ. γειτνίαση τών πλανητών.