Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ομόφρων

From LSJ
Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ ομόφρων, -ον)
αυτός που έχει ή που εκφράζει τα ίδια φρονήματα, τις ίδιες αντιλήψεις («ὁμόφρονας λόγους», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ως ουσ. ο, η ομόφρων
α) ομοϊδεάτης, οπαδός της ίδιας μερίδας ή του ίδιου κόμματος
β) εντομολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόφρων
γένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων.
επίρρ...
ομοφρόνως (ΑΜ ὁμοφρόνως, Α ποιητ. τ. ὁμοφρονέως)
με ομοφροσύνη, ομόφωνα, με την ίδια γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].