ομοφροσύνη
From LSJ
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὁμοφροσύνη) ομόφρων
1. σύμπνοια, συμφωνία φρονημάτων και αισθημάτων, ομογνωμοσύνη, ομόνοια
2. ως κύριο όν. η ομόνοια προσωποποιημένη («βωμὸς Ὁμοφροσύνης», Ανθ. Παλ.).
η (ΑΜ ὁμοφροσύνη) ομόφρων
1. σύμπνοια, συμφωνία φρονημάτων και αισθημάτων, ομογνωμοσύνη, ομόνοια
2. ως κύριο όν. η ομόνοια προσωποποιημένη («βωμὸς Ὁμοφροσύνης», Ανθ. Παλ.).