ομοφροσύνη
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὁμοφροσύνη) ομόφρων
1. σύμπνοια, συμφωνία φρονημάτων και αισθημάτων, ομογνωμοσύνη, ομόνοια
2. ως κύριο όν. η ομόνοια προσωποποιημένη («βωμὸς Ὁμοφροσύνης», Ανθ. Παλ.).