ομότεχνος

From LSJ
Revision as of 14:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμότεχνος, -ον)
αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με άλλον, σύντεχνος
αρχ.
1. (τίτλος για γιατρό) έμπειρος, ικανός
2. το αρσ. ως ουσ.ὁμότεχνος
ο συνάδελφος, ο συντεχνίτης, ο συνεργάτης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμότεχνον
συντεχνία, σωματείο («ὁμότεχνον τῶν λαναρίων», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. μεγαλό-τεχνος].