ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
(I)ὀνάς, ἡ (Α) όνοςθηλυκός όνος. (II)ὀνᾱς (Α) όνος(κατά τον Ησύχ.) «δοῡλον, ἀνόητον, ἀχρεῑον».