ονύχιον
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
(I)
ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, -υχος (Ι)]
1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι
2. η χηλή του χοίρου
3. πάθηση του κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού
4. φρ. «σκόρδων ὀνύχια» — οι σκελίδες τών σκόρδων.
(II)
ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, -υχος (II)]
είδος ημιπολύτιμου λίθου.