ὀνοκάρδιον

From LSJ
Revision as of 00:07, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοκάρδιον Medium diacritics: ὀνοκάρδιον Low diacritics: ονοκάρδιον Capitals: ΟΝΟΚΑΡΔΙΟΝ
Transliteration A: onokárdion Transliteration B: onokardion Transliteration C: onokardion Beta Code: o)noka/rdion

English (LSJ)

τό,    A = δίψακος 11, Ps.-Dsc.3.11.    2 = χαμαιλέων 11, Apul.Herb.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκάρδιον: τό, ὄνομα τοῦ φυτοῦ δίψακος, Διοσκ. ἐκ τῶν Νόθων 3. 11· ἢ τοῦ χαμαιλέοντος (ΙΙ), Apulei. Herb. 25. II. πολύτιμός τις λίθος, Ψελλ.

Greek Monolingual

ὀνοκάρδιον, τὸ (ΑΜ)
μσν.
είδος πολύτιμου λίθου
αρχ.
1. το φυτό δίψακος
2. το φυτό χαμαιλέοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κάρδιον (< καρδία)].