Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οπωροφάγος
Revision as of 13:15, 25 August 2021 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
-ο, θηλ. και -α αυτός που τρέφεται αποκλειστικά ή κυρίως με φρούτα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὀπώρα+ -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ.ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. χορτοφάγος.