παικτός
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
German (Pape)
[Seite 442] gescherzt, scherzweis, scherzhaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παικτός: -ή, -όν, πρὸς ὃν δύναταί τις νὰ παίξῃ, ἁρμόδιος πρὸς εὐθυμίαν καὶ παιγνίδια, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
παικτός, -ή, -όν (ΑΜ) παίζω
1. αυτός με τον οποίο μπορεί να παίξει κάποιος, αυτός που μπορεί να γίνεται αντικείμενο αστεϊσμού
2. παροιμ. φρ. «παίζει ἐν οὐ παικτοῖς»
α) γελοιοποιεί τα πολύ σοβαρά
β) παραγνωρίζει τον κίνδυνο που διατρέχει, παίρνει επιπόλαια κάτι το πολύ επικίνδυνο.