παιδιακήσιος
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
-α, -ο
1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, παιδαριώδης («παιδιακήσια αφέλεια»)
2. παιδικός («παιδιακήσιες φωνές»).
επίρρ...
παιδιακήσια
με τρόπο που αρμόζει σε παιδί, με παιδικό ή παιδαριώδη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδιακός + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουνήσιος)].