παλιμβληθείς
From LSJ
English (LSJ)
εῖσα, έν,
A ricochetting, βέλος Ruf.Interrog.60.
Greek Monolingual
παλιμβληθείς, -εῑσα, -έν (Α)
(για βέλος) αυτός που ρίχθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. αορ. ενός αμάρτυρου ρ. παλιμβάλλω].
Full diacritics: πᾰλιμβληθείς | Medium diacritics: παλιμβληθείς | Low diacritics: παλιμβληθείς | Capitals: ΠΑΛΙΜΒΛΗΘΕΙΣ |
Transliteration A: palimblētheís | Transliteration B: palimblētheis | Transliteration C: palimvlitheis | Beta Code: palimblhqei/s |
εῖσα, έν,
A ricochetting, βέλος Ruf.Interrog.60.
παλιμβληθείς, -εῑσα, -έν (Α)
(για βέλος) αυτός που ρίχθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. αορ. ενός αμάρτυρου ρ. παλιμβάλλω].