ἅδος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
(A), ὁ or τό,
A satiety, loathing, τάμνων δένδρεα μακρά, ἅδος τέ μιν ἵκετο θυμόν Il.11.88. (Cf. ἅδην.)
ἅδος (B), ὁ,
A decree, SIG45 (Halic.), IG12(8).263.8 (Thasos); cf. Hsch. s.v. ἅδημα. (Cf. ἅδεῖν, ἁνδάνω.)
French (Bailly abrégé)
ou ἄδος, ion. -εος, att. -ους (τό) :
satiété, dégoût.
Étymologie: cf. ἅδην.