παραναπίπτω
English (LSJ)
A fall back on one side, of dogs copulating, Artem.1.79 (interpol.).
German (Pape)
[Seite 491] (s. πίπτω), daneben zurückfallen, Artemid. 1, 79.
Greek (Liddell-Scott)
παραναπίπτω: ἀναπίπτω πρὸς τὸ ἓν μέρος, ἐπὶ κυνῶν συνουσιαζομένων, Ἀρτεμίδ. 1. 79, σ. 121.