παρεξηγώ

From LSJ
Revision as of 16:45, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

-έω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῦμαι -έομαι, ΝΜΑ
(νεοελλ. το ενεργ., μσν.-αρχ. το μέσ.) εξηγώ λανθασμένα, εννοώ εσφαλμένα, παρεννοώ, παρερμηνεύω (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῑσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.)
νεοελλ.
1. (το ενεργ.) εκλαμβάνω κάτι ότι έγινε ή λέχθηκε από κακή πρόθεση εναντίον μου, αποδίδω εσφαλμένα, κακές προθέσεις σε κάποιον («παρεξήγησαν τους σκοπούς του»)
2. (το μέσ.) ψυχραίνομαι, δυσαρεστούμαι («παρεξηγήθηκαν για το τίποτε και δεν μιλιούνται»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρεξηγημένος, -η, -ο και παραξηγημένος, -η, -ο
αδικημένος, παραγνωρισμένος («ήταν πάντοτε ένας παρεξηγημένος στοχαστής και καλλιτέχνης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρεξηγοῦμαι < παρ(α)- + ἐξηγοῦμαι. Ο νεοελλ. τ. παρεξηγώ έχει σχηματιστεί από το αρχ. παρεξηγοῦμαι και μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].