παυσιμέριμνος
From LSJ
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
German (Pape)
[Seite 538] Sorgen stillend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παυσιμέριμνος: -ον, ὁ καταπαύων τὰς μερίμνας, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 166 Α.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που καταπαύει τις μέριμνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + μέριμνα, πρβλ. λυσιμέριμνος].