Πελασγίς
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
c. Πελασγικός, Πελάσγιος.
Greek Monolingual
-ίδος και Πελασγιάς, -άδος, ή, Α
1. Πελασγική
2. προσωνυμία της Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και της Δήμητρος στο Άργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πελασγός + επίθημα -ίς, -ίδος].
Russian (Dvoretsky)
Πελασγίς: ίδος adj. f пеласгическая Her.